ἀλφιτοσιτῶ

ἀλφιτοσιτῶ
ἀλφιτοσῑτῶ , ἀλφιτοσιτέω
eat barley-bread
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀλφιτοσῑτῶ , ἀλφιτοσιτέω
eat barley-bread
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλφιτοσιτώ — ἀλφιτοσιτῶ ( έω) (Α) τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλφιτόσιτος < ἄλφιτα + σίτος] …   Dictionary of Greek

  • αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”